προλειαίνω — προλειαίνω, προλείανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προλείανση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προλειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προλειαίνω. Η λ., στον λόγιο τ. προλείανσις, μαρτυρείται από το 1879 στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
προλεαίνω — Α βλ. προλειαίνω … Dictionary of Greek
προλειοτριβώ — έω, Α προλειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λειοτριβῶ «λειαίνω διά τριβής»] … Dictionary of Greek
προλειώ — όω, Α προλειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λειῶ, όω (< λεῖος)] … Dictionary of Greek